- γωνιογράφος
- ο мор.1) транспортир; 2) целлулоидный круг
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γωνιογράφος — ο (ναυτ.), όργανο με το οποίο μετρούν τις γωνίες πλεύσης στο ναυτικό χάρτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)